εξαδικός

εξαδικός
η , όν имеющий в основе число шесть

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εξαδικός" в других словарях:

  • ἑξαδικός — consisting of six masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαδικός — ή, ό (Α ἑξαδικός, ή, όν) [εξάς] νεοελλ. αυτός που έχει ως βάση την εξάδα («εξαδικό σύστημα μετρήσεως») αρχ. 1. αυτός που αναφέρεται στον αριθμό έξι, αποτελείται από έξι μονάδες ή εξάδες 2. εξαπλάσιος …   Dictionary of Greek

  • εξαδικός — ή, ό που έχει ως βάση την εξάδα, τον αριθμό 6 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑξαδικόν — ἑξαδικός consisting of six masc acc sg ἑξαδικός consisting of six neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑξαδική — ἑξαδικός consisting of six fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑξαδικήν — ἑξαδικός consisting of six fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑξαδικῷ — ἑξαδικός consisting of six masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»